εθοδολογικός

εθοδολογικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθοδολογία
2. αυτός που γίνεται ή λειτουργεί για λόγους σχετικούς με μια μέθοδο («η αμφιβολία στον Καρτέσιο είχε μεθοδολογικό χαρακτήρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *μεθοδολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Γ. Χατζιδάκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”